Οι ανάγκες της οικογένειας και των γονέων δεν είναι πάντα ίδιες, αλλά διαμορφώνονται ανάλογα με τη φάση εξέλιξης της οικογένειας, καθώς και σε σχέση με την συνειδητοποίηση της ύπαρξης των μαθησιακών δυσκολιών στο παιδί τους. Αν και οι γονείς περνούν από συγκεκριμένα στάδια όταν ανακαλύπτουν το πρόβλημα του παιδιού τους, το πέρασμα από τα στάδια δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Όταν στην οικογένεια ανήκει ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες, η πλέον κρίσιμη στιγμή βρίσκεται στην αναγνώριση και διάγνωση του προβλήματος των μαθησιακών δυσκολιών, η οποία συνήθως έρχεται μετά την έναρξη της σχολικής φοίτησης. Επίσης, γίνεται προσπάθεια να διαγνωστούν τα αίτια των αδυναμιών του παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες και να επιλεγούν οι κατάλληλοι τρόποι αντιμετώπισής τους. Ο ρόλος του γονιού για την ευόδωση αυτής της προσπάθειας είναι πολύ σημαντικός. Είναι αλήθεια ότι ο γονιός έχει πολλές ευκαιρίες να επηρεάσει θετικά το παιδί του, να του εμφυσήσει κίνητρα, να το οργανώσει και να το κατευθύνει. Απ’ τη στιγμή της αναγνώρισης του προβλήματος, αλλάζει η εικόνα του γονιού για το παιδί του και μεταβάλλεται η σχέση τους:
•Τις περισσότερες φορές ο γονιός διακατέχεται από αγωνία για την εξέλιξη του παιδιού του. Ακόμα και όταν το βοηθά στην σχολική μελέτη του, μπορεί να κάνει σκέψεις για το πώς θα καλυφθούν τα κενά ώστε να φτάσει η επίδοσή του σ’ ένα ικανοποιητικό σημείο και να μην αντιμετωπίσει εμπόδια στο μέλλον. Μπορεί να δυσκολεύεται να δει τα θετικά βήματα του παιδιού του, επειδή έχει εστιάσει στις αδυναμίες που παραμένουν.
•Αν οι μαθησιακές δυσκολίες επιμένουν και οι ελλείψεις καλύπτονται αργά, ο γονιός χάνει τις ελπίδες του και φτάνει στην απογοήτευση. Καθώς βλέπει τις προσπάθειές του να μην αποδίδουν αισθάνεται και ο ίδιος ανεπαρκής.
•Συχνά, νιώθει ενοχή για τις μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού του. Ανατρέχει στο παρελθόν, βρίσκει ελλείμματα στον τρόπο που το μεγάλωσε, νιώθει πως δεν του έδωσε ευκαιρίες. Προσπαθεί να καλύψει τα κενά που νομίζει πως δημιούργησε, αλλά ο περιορισμένος χρόνος, οι αυξημένες απαιτήσεις του σχολείου και πολλές φορές η αντίδραση ενός κουρασμένου και απογοητευμένου παιδιού δεν του το επιτρέπουν.
•Η αναζήτηση άλλων ειδικών για την απόρριψη ή την επιβεβαίωση της διάγνωσης είναι, επίσης μια πολύ συχνή αντίδραση των γονιών (Παντελιάδου, 2007).
•Δεν είναι λίγες οι φορές που κι ο ίδιος ο γονιός βίωσε τη σχολική αποτυχία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αναβιώνει τα αρνητικά συναισθήματα των σχολικών του χρόνων. Μπορεί μάλιστα να αισθανθεί ότι ο ίδιος κληροδότησε στο παιδί του την αδυναμία.
•Επικρατεί η άποψη ότι όταν ένα παιδί παρουσιάζει μια αρνητική εικόνα, οι ευθύνες θα πρέπει να αναζητηθούν στην οικογένεια. Έτσι ο γονιός χρεώνεται την «αποτυχία» του παιδιού, αισθάνεται ότι κατηγορείται, νιώθει ντροπή. Κάτω από αυτήν την έντονη συναισθηματική φόρτιση, ο γονιός μπορεί να υιοθετήσει μια από τις παρακάτω συμπεριφορές:
•Ταυτίζεται με το παιδί του. Αισθάνεται ότι η πρόοδος του παιδιού εξαρτάται από τη δική του προσπάθεια. Αφιερώνει πολύ χρόνο και ενέργεια για την εκπαίδευση του παιδιού, μπορεί να γίνει απαιτητικός και πιεστικός.
•Διαφοροποιείται από το παιδί του. Μην αντέχοντας την τόση πίεση, μπορεί να επιρρίψει την ευθύνη στο μαθητή, αποδίδοντας τις δυσκολίες του σε τεμπελιά ή ανικανότητα. Προκειμένου να διασώσει την αυτό εικόνα του, ο γονιός μπορεί να καταφύγει σε συγκρίσεις με τα αδέρφια που δεν αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες, σκεπτόμενος «με τα άλλα μου παιδιά τα έχω καταφέρει, αρά δεν ευθύνομαι εγώ, το συγκεκριμένο παιδί διαφέρει».
•Μπορεί να γίνει απαξιωτικός και απορριπτικός.
•Αρνείται το πρόβλημα. Προκειμένου να «σώσει» το παιδί του και τον ίδιο, δεν αναγνωρίζει τις μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού του, επιρρίπτει ευθύνες σε εξωτερικούς παράγοντες (πχ στο σχολείο, στην πολυπλοκότητα της ύλης κτλ), δε δέχεται βοήθεια, βρίσκεται διαρκώς σε άμυνα.
Μετά την αρχική προσαρμογή(αρνητική ή όχι), οι γονείς προσπαθούν να κατανοήσουν την αιτία και αναζητούν πιθανές θεραπείες. Οι γονείς αναζητούν την αιτία είτε για να αποενοχοποιηθούν είτε για να βρουν την κατάλληλη θεραπεία. Στο πεδίο της συναισθηματικής αντίδρασης οι γονείς μπορεί να οδηγηθούν στην αποδοχή του παιδιού τους με μαθησιακές δυσκολίες ή στην απόρριψή του. Στην περίπτωση της αποδοχής οι γονείς, εστιάζουν στα θετικά σημεία και στην πρόοδο και δεν ασχολούνται με τις αποτυχίες. Αντίθετα στην περίπτωση της απόρριψης, κάποιοι γονείς μπορεί να προβάλλουν μη ρεαλιστικές απαιτήσεις που εμποδίζουν την μέγιστη ανάπτυξη του παιδιού ή να το υπερπροστατεύουν μειώνοντας υπερβολικά τις απαιτήσεις τους ή ακόμη να προσπαθούν να καλύψουν την απόρριψη με υπερβολικά θετικά σχόλια(Παντ ελιάδου Μποτσας, 2007). Σε κάθε περίπτωση ο μαθητής δε βοηθιέται ουσιαστικά. Η σύγκρουση με το γονιό ή η παραίτηση είναι πιθανές διέξοδοι. Το πρόβλημα παραμένει και η συναισθηματική φόρτιση αυξάνει. Καθώς η διάθεση του γονιού και το συναισθηματικό κλίμα της οικογένειας επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Το ιδανικό θα ήταν, να αναγνωρίζεται το πρόβλημα, να μη μεγεθύνεται, να αντιμετωπίζεται. Αν οι γονείς δουν τη μαθησιακή δυσκολία του παιδιού με ψυχραιμία και κατανόηση, το παιδί θα μάθει να την αντιμετωπίζει και αυτό με ψυχραιμία και κατανόηση.
Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται, πρώτα ο γονιός να «δουλέψει» με τα συναισθήματά του και να αναλογιστεί:
•Τι νιώθω; Όταν βλέπω το παιδί μου να μη συνεργάζεται επειδή ξέρει ότι δε θα τα καταφέρει, φωνάζω. Είναι πράγματι θυμός ή μήπως θλίψη;
•Γιατί το νιώθω; Με ενοχλεί που αν δε δεχτεί τη βοήθειά μου θα μείνει πίσω ή νιώθω ότι με απορρίπτει;
•Πότε ξανάνιωσα έτσι; Έχω το ίδιο συναίσθημα και σε άλλες περιπτώσεις;
Οι δυσκολίες του παιδιού στο σχολείο, αντιμετωπίζονται καλύτερα όταν παράλληλα με τη μαθησιακή αποκατάσταση, γίνεται προσπάθεια για τη διαπραγμάτευση των συναισθηματικών δυσκολιών που ταλαιπωρούν όχι μόνο το παιδί αλλά και τους γονείς. Είναι σημαντικό, ο γονιός να αισθάνεται χρήσιμος και ικανός για να μπορεί να είναι υποστηρικτικός. Έτσι μπορεί να βοηθήσει το παιδί του αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, ώστε να αντιμετωπίσει την όποια δυσκολία αλλά και να αποκτήσει μια υγιή ταυτότητα. Στο σημείο αυτό, ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εξαιρετικά σημαντικός. Η παροχή αντικειμενικών πληροφορίων, και η διακριτική αλλά σταθερή υποστήριξη, μπορεί να διευκολύνει τους γονείς στην επιλογή κατάλληλων υπηρεσιών και στην λήψη ορθών εκπαιδευτικών αποφάσεων.