Το ζήτημα της δυσλεξίας απασχολεί την επιστημονική κοινότητα εδώ και πολλές δεκαετίες. Πρόκειται για τη δυσκολία του ατόμου στην εκμάθηση και κατάκτηση των μηχανισμών της ανάγνωσης και γραφής, παρά το φυσιολογικό νοητικό του επίπεδο, την απουσία αισθητηριακών προβλημάτων και τις ίσες ευκαιρίες για εκπαίδευση. Αποτελεί τον πιο διαδεδομένο όρο που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις σοβαρές και ειδικές δυσκολίες που εμφανίζει ένας μεγάλος αριθμός μαθητών στην απόκτηση των σχολικών γνώσεων επηρεάζοντας την μάθηση.
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η διάγνωση της δυσλεξίας δε σημαίνει απλά επιλογή και χορήγηση ορισμένων τεστ για να διαπιστωθεί η ύπαρξή της σε ορισμένα παιδιά και να σκιαγραφηθούν οι ειδικές δυσκολίες τους στη χρήση και στην κατανόηση του γραπτού λόγου. Πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο στρατηγικών που απευθύνονται τόσο στο παιδί με δυσλεξία όσο και στα άμεσα εμπλεκόμενα μέλη (σχολείο, οικογένεια, κοινωνικός περίγυρος). Αξίζει να σημειωθεί, ότι η διάγνωση απαιτεί εμπειρία, εξειδίκευση και μεγάλη προσοχή και γι’ αυτό θα πρέπει να γίνεται από ομάδα ειδικών επιστημόνων που θα εκτιμήσουν προσεκτικά τις ικανότητες και τις αδυναμίες του παιδιού. Από την άλλη η μη έγκαιρη διάγνωση, συνεπάγεται σημαντικά προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευση του μαθητή και τις ψυχολογικές συνέπειες από την ακαδημαϊκή αποτυχία, που είναι αποτέλεσμα της δυσλεξίας του παιδιού. Τα επακόλουθα που προσδίδει η μη έγκαιρη διάγνωση της δυσλεξίας στη μελλοντική ακαδημαϊκή εξέλιξη και επίδοση του μαθητή είναι αρνητικά και με δυσχερείς συνέπειες για τους μαθητές. Παρόμοια λειτουργεί και η διάγνωση της λανθασμένης κλινικής εικόνας για τον μαθητή με φυσική συνέπεια τις λανθασμένες παρεμβάσεις, οι οποίες δε μπορούν να βοηθήσουν στην επανένταξη του μαθητή.
Ο Στασινός αναφέρει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών με δυσλεξία μπορούν να επανέλθουν στην ομαλή σχολική εργασία, όταν η διάγνωσή της γίνει στις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (Στασινός, 2009). Αυτές οι τάξεις του δημοτικού σχολείου αποτελούν το ιδανικό χρονικό πλαίσιο, τόσο σε σχέση με την προοπτική επιτυχίας οποιασδήποτε επιχειρούμενης παρέμβασης, όσο και με την προοπτική της θετικής επίδρασης που θα έχει αυτή η παρέμβαση στην αυτοεκτίμηση και στην παρακίνηση του παιδιού.
Για την ορθή, λοιπόν, διάγνωση της δυσλεξίας είναι απαραίτητη η ανεύρεση όλων των τυπικών χαρακτηριστικών του συνδρόμου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να εξασφαλίσουμε την ύπαρξη φυσιολογικής όρασης, ακοής και κινητικότητας. Ακόμη, πρέπει να διερευνηθεί η ενδεχόμενη ύπαρξη ενός οργανικού νοσήματος και η νοημοσύνη του παιδιού. Σε όλη αυτή την προσπάθεια της διάγνωσης, καθοριστικός είναι ρόλος του εκπαιδευτικού, ο οποίος θα πρέπει στα πρώτα χρόνια φοίτησης του παιδιού στο σχολείο να έχει κάνει αρκετές παρατηρήσεις και καταγραφές της γραπτής γλωσσικής συμπεριφοράς του παιδιού, που θα επιβεβαιώνουν τις αρχικές του υποψίες ότι κάτι απρόσμενο συμβαίνει.
Εξίσου σημαντική με την έγκαιρη διάγνωση, είναι η διάγνωση της ακριβής κλινικής εικόνας του μαθητή με δυσλεξία. Υπάρχουν αρκετοί ενδεχόμενοι παράμετροι που μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένου τύπου διάγνωση για την κλινική εικόνα του μαθητή. Ειδικότερα, οι παρατηρούμενες συναισθηματικές, κοινωνικές ή οικογενειακές δυσκολίες, ενδέχεται να αποτελούν την αιτία των ακαδημαϊκών δυσκολιών του ατόμου ή αντίθετα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα αυτών των ακαδημαϊκών δυσκολιών, της απογοήτευσης και των αποτυχιών που έχει βιώσει το παιδί (Bender, 1987).
Επίσης, ένα ακόμα στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό είναι να φροντίσει ο ειδικός να διακρίνει τις δυσκολίες που οφείλονται σε μαθησιακή διαταραχή από τις δυσκολίες που παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα περιορισμένων ευκαιριών για μάθηση και εκπαίδευση, όπως συμβαίνει σε προβληματικές οικογένειες, στις οποίες η παρεχόμενη φροντίδα είναι ανεπαρκής (Καλαντζή-Αζίζι, Α. 2003)
Συνοψίζοντας, η έγκαιρη και ακριβής διάγνωση της δυσλεξίας αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια των ειδικών, διότι με τον τρόπο αυτό μπορούμε να εξασφαλίσουμε υψηλές πιθανότητες για να ξεπεραστούν τα προβλήματα της δυσλεξίας που εμφανίζουν οι μαθητές, εφαρμόζοντας ακριβείς παρεμβάσεις. Επειδή η διάγνωση της δυσλεξίας γίνεται με τον αποκλεισμό των διαφόρων ψυχο-περιβαλλοντικών παραγόντων που προκαλούν προβλήματα ανάγνωσης και ορθογραφίας, η δυσλεξία δεν μπορεί να διαγνωστεί με ακρίβεια σε παιδιά με πολλές απουσίες από το σχολείο, ή παιδιά που προέρχονται από μη προνομιούχο κοινωνικο-πολιτιστικό περιβάλλον και που είναι χαμηλής νοημοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να ακολουθείται μια διεξοδική διαδικασία αξιολόγησης, η οποία να περιλαμβάνει τη συλλογή ποικίλων πληροφοριών με διαφορετικές μεθόδους και από πολλές πηγές και να διεξάγεται από μια διεπιστημονική ομάδα (Χατζηχρήστου, 2004). Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη σωστή, ειδική και εξατομικευμένη αντιμετώπιση, καθώς και με συμπαράσταση από το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, θα εξασφαλίσουν την πλέον αισιόδοξη πρόγνωση για βελτίωση της εξέλιξης και της ακαδημαϊκής επίδοσής του.
Συγγραφή και επιμέλεια άρθρου:
Τσιαφούλη Βάλια, Ειδική Παιδαγωγός