«Μια μετακόμιση, μια αναγκαστική αναδίπλωση λόγω κρίσης, μια φυσιολογική μετάβαση σε άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης λόγω… ηλικίας. Αν και εντελώς διαφορετικές, οι παραπάνω καταστάσεις δίνουν σάρκα και οστά σε κάτι ικανό να «στοιχειώσει» για καιρό τα όνειρα του παιδιού σας: την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος».
Το παιδί που αλλάζει σχολείο
Η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος λοιπόν που προκαλείται για φυσιολογικούς λόγους και με στόχο το καλό του παιδιού και της οικογένειας έχει τη δύναμη να προκαλέσει μεγάλη συναισθηματική αναστάτωση στο παιδί ή στον έφηβο και τελικά να βιωθεί από κάποιους ως μια μεγάλη απώλεια συνοδευόμενη απ’ όλα εκείνα τα συναισθήματα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε βιώσει αντιμετωπίζοντας μια σημαντική αλλαγή και προσπαθώντας να προσαρμοστούμε στη νέα κατάσταση που αυτή επιφέρει. Τέτοια συναισθήματα είναι ο φόβος, η λύπη, το άγχος, η αγωνία, ο θυμός, η απογοήτευση. Στην προοπτική αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος κυριαρχεί ο φόβος για το άγνωστο, το παιδί δεν γνωρίζει τι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει, η αγωνία του λοιπόν μπορεί να το οδηγήσει σε φανταστικά σενάρια όπου κυριαρχούν σκληροί δάσκαλοι και αντιπαθητικοί συμμαθητές. Κυρίαρχος επίσης είναι ο φόβος, ότι ο αποχωρισμός από τα αγαπημένα πρόσωπα θα είναι οριστικός και η μοναξιά απέραντη, όπως επίσης και ο φόβος για καινούριες υψηλότερες σχολικές απαιτήσεις στις οποίες δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί.
«Διαφοροποιούνται τα συναισθήματα που βιώνει το παιδί ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκεται, κι αν ναι, με ποιον τρόπο; Υπάρχουν κάποιοι άλλοι παράγοντες εκτός από την ηλικία που καθορίζουν το πώς θα αντιμετωπίσει την αλλαγή αυτή».
Η ηλικία στην οποία βρίσκεται το παιδί δεν αποτελεί έναν παράγοντα απόλυτα ικανό να μας «προειδοποιήσει» για το αν το παιδί μας θα βιώσει αυτά η κάποια άλλα συναισθήματα. Σε γενικές γραμμές θεωρούμε πως τα μικρότερα παιδιά προσαρμόζονται ευκολότερα και γρηγορότερα σε νέες καταστάσεις, όμως θα ήταν αφελές να στηριχτούμε σε αυτή τη γενική παραδοχή καθώς το κάθε παιδί είναι εντελώς ξεχωριστό και το πώς νιώθει εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες. Αυτό όμως που η ηλικία μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε, σε γενικές γραμμές πάντα, είναι το πώς θα εκφραστούν τα συναισθήματα του παιδιού. Για παράδειγμα ένα παιδί προσχολικής ηλικίας δε θα μπορέσει να λεκτικοποιήσει αυτό που νιώθει, θα φαίνεται ανήσυχο, λυπημένο, αποσυρμένο. Αντίθετα, ένα έφηβος θα διατυπώνει άμεσα τη δυσαρέσκεια και την αντίθεση του και θα εκφράζει το θυμό του, ενώ μέσα του μπορεί να νιώθει βαθιά λυπημένος. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως ο παράγοντας που παίζει καθοριστικό ρόλο στο πώς θα βιώσει ένα παιδί την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος είναι τα στοιχεία της προσωπικότητας του και οι τυχόν προϋπάρχουσες μαθησιακές ή άλλες συναισθηματικές δυσκολίες. Ένα παιδί δειλό θα φαίνεται ανήσυχο, απόμακρο και πιθανότατα δεν θα εκφράζει κάποιο συγκεκριμένο παράπονο. Για το παιδί αυτό η αλλαγή σχολείου σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα και στο κοινωνικό τομέα, πράγμα που δημιουργεί έντονο φόβο και αγωνία, έτσι, υποθέτουμε πως η προσαρμογή γι αυτό θα είναι μια αργή και δύσκολη διαδικασία. Αντίθετα, ένα κοινωνικό παιδί θα πενθεί για τις φιλίες που θα χάσει, θα φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις, θα έχει κακή διάθεση και έλλειψη συγκέντρωσης. Υποθέτουμε όμως ότι η προσαρμογή του παιδιού αυτού θα είναι ευκολότερη.
«Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος και τα συναισθήματα που αυτή προκαλεί στον ψυχισμό, στην κοινωνική συμπεριφορά αλλά και στη σχολική απόδοση του παιδιού»;
Οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, σίγουρα δεν αφορούν όλα τα παιδιά, καθώς, όπως είπαμε κάποια αντιμετωπίζουν καλύτερα τις αλλαγές και προσαρμόζονται γρηγορότερα από άλλα. Οι επιπτώσεις δεν θα είναι κοινές ούτε για παιδιά που θα δυσκολευτούν να προσαρμοστούν καθώς κάθε παιδί είναι διαφορετικό. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε πως στα παιδιά αυτά μπορεί να παρατηρηθεί μειωμένη σχολική απόδοση, ειδικά μάλιστα στα παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές ή άλλες δυσκολίες, πρόκειται για μια παλινδρόμηση η οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα είναι πρόσκαιρη. Επίσης, παλινδρόμηση σε συμπεριφορές που αρμόζουν σε παιδιά μικρότερης ηλικίες μπορούμε να παρατηρήσουμε σε παιδιά δημοτικού. Εδώ παρατηρείται και άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο, φοβίες αποχωρισμού από την οικογένεια, συμπεριφορές που θυμίζουν τη «σχολική φοβία», αλλά που όμως δημιουργούνται από τα συναισθήματα που προαναφέρθηκαν. Κάποια παιδιά θα παρουσιάσουν κοινωνική απόσυρση, γεγονός που θα δυσκολέψει τη προσαρμογή τους ενώ άλλα, από αντίδραση λόγω του θυμού τους θα στραφούν σε παιδιά που δεν θα εγκρίνουν οι γονείς.
«Με ποιον τρόπο μπορούν οι γονείς να προλάβουν τα όποια προβλήματα μπορεί να προκύψουν σε καθέναν από τους παραπάνω τομείς; Πρακτικά, τι πρέπει να του πουν ώστε να γίνει πιο ομαλά η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος;»
Ο καλύτερος τρόπος για να περιορίσουμε τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν είναι να προετοιμάσουμε το παιδί μπροστά στην όποια αλλαγή πρόκειται να αντιμετωπίσει. Αρχικά λοιπόν χρειάζεται να ανακοινώσουμε την αλλαγή όσο το δυνατό νωρίτερα. Μάλιστα, αν είναι δυνατόν συνίσταται να γίνονται μετακομίσεις μέσα στους καλοκαιρινούς μήνες, έτσι ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος της συναισθηματικής προετοιμασίας του παιδιού αλλά και επειδή τότε το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας. Δηλώνουμε λοιπόν την αλλαγή και δεν αφήνουμε περιθώρια για διαπραγματεύσεις. Παράλληλα αναφέρουμε τους λόγους για τους οποίους χρειάζεται να συμβεί αυτό, συζητάμε ότι χρειάζεται το παιδί, και δημιουργούμε θετικές αλλά και ρεαλιστικές προσδοκίες για τη νέα κατάσταση . Είμαστε προετοιμασμένοι να δεχτούμε διαμαρτυρίες και αντιδράσεις, δείχνουμε κατανόηση στα συναισθήματα του παιδιού αλλά βάζουμε και όρια σε περισσότερο επιθετικές αντιδράσεις. Χρειάζεται να έχουμε υπομονή και να μη ξεχνάμε να δείχνουμε το ενδιαφέρον μας στο παιδί σχετικά με το τι αντιμετωπίζει.
Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι πολλά από τα παιδιά που θα δυσκολευτούν να αποδεχτούν την αλλαγή σχολείου θα κατηγορήσουν ευθέως τους γονείς για την αλλαγή αυτή. Η λύπη και ο φόβος είναι πολύ δύσκολα συναισθήματα για να βιώνει κανείς πόσο μάλιστα όταν είναι παιδί, για το λόγο αυτό ο ψυχισμός μας, μας προστατεύει από μια τέτοια εμπειρία μετατρέποντας τα συναισθήματα αυτά, σε ένα άλλο, περισσότερο υποφερτό συναίσθημα, το θυμό. Ένα παιδί λοιπόν είναι αναμενόμενο να νιώσει και θυμό, συναίσθημα το οποίο χρειάζεται και κάποιον στον οποίο να στραφεί, στον «φταίχτη» δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση στον γονέα. Σε αυτήν την περίπτωση ο γονιός πρέπει να είναι εξ αρχής απόλυτος για την απόφαση που πήρε και να μην αφήσει κανένα περιθώριο για διαπραγματεύσεις. Αρκετοί γονείς ακριβώς επειδή δυσκολεύονται να διαχειριστούν τα συναισθήματα του παιδιού τους, άθελα τους, του αφήνουν ένα περιθώριο να πιστεύει ότι η απόφαση μπορεί να είναι αναστρέψιμη και έτσι συμβάλλουν στο να ξεκινήσει το παιδί μια επίπονη διαδικασία προκειμένου να τους μεταπείσει. Το αποτέλεσμα που θα έχει η προσπάθεια αυτή θα είναι τελικά μεγαλύτερος θυμός, λύπη και απογοήτευση. Το πιο σημαντικό όμως απ όλα είναι να καταφέρει ο ίδιος ο γονιός να αποδεχτεί την αλλαγή που πρόκειται να συμβεί, καθώς βιώνει και ο ίδιος συναισθήματα τα οποία αν αγνοηθούν και υποτιμηθούν έχουν την ικανότητα να μεταφερθούν στο οικογενειακό κλίμα με έναν τρόπο ο οποίος θα μπερδεύει και θα δυσκολεύει τα μέλη της οικογένειας. Όταν ο γονιός εκφράσει και αντιμετωπίσει τα δικά του συναισθήματα θα μπορέσει με τη σειρά του να βοηθήσει το παιδί.
Κάποιες μικρές αλλά πολύ βοηθητικές συμβουλές που μπορούμε να δώσουμε στους γονείς είναι οι εξής: επισκεπτόμαστε τη νέα γειτονιά και το καινούριο σχολείο αρκετά νωρίτερα προκειμένου να αποκτήσει το παιδί μια εξοικείωση με το χώρο και δημιουργούμε συνθήκες επαφής με άλλα παιδιά εάν έχουμε τη δυνατότητα. Στην περίπτωση που η αλλαγή αφορά μια νέα πόλη καλό είναι να οργανώσουμε μία αποχαιρετιστήρια δραστηριότητα έτσι ώστε το παιδί να κλείσει ομαλά έναν «κύκλο» και διεκδικώντας επαφή με όσους πραγματικά έχει ανάγκη. Στα μικρότερα παιδιά μπορούμε μιλήσουμε για την αλλαγή αυτή μέσα από παραμύθια αλλά και ζωγραφίζοντας αυτό που φανταζόμαστε ότι θα συμβεί.