Διδασκαλία, μία λέξη που σημαίνει πολλά για κάθε άνθρωπο. Μάθηση, πίσω από κάθε εμπειρία της ζωής μας προσπαθούμε να ξεδιπλώσουμε τα μυστικά του κόσμου μας προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιο όμορφη, ποιοτική και ανθρώπινη. Από τα παιδικά μας χρόνια ο δάσκαλος, ο καθηγητής ή όπως αλλιώς επιθυμούμε να τον ονομάσουμε είχε την ευθύνη να μας μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του εξάπτοντας την περιέργειά μας και βοηθώντας τη δημιουργικότητά μας να εκφραστεί. Λέγοντας μεταλαμπαδεύω μου έρχεται στο μυαλό ολοζώντανες εικόνες από το Σάββατο βράδυ της Ανάστασης του Χριστού που οι Χριστιανοί παίρνοντας το άγιο φως το μεταδίδουν από κερί σε κερί μέσα από μία διαδικασία που θυμίσει πολύ αυτή της μάθησης. Κι όμως φήμες λένε πως στη σημερινή εποχή η εκπαίδευση με τον τρόπο που γίνεται αφαιρεί από τον άνθρωπο την περιέργεια και του στερεί την ανάγκη να δημιουργήσει, να παράγει και να δώσει δείγμα της προσωπικότητάς του. Άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η σε μεγάλο βαθμό έλλειψη παιδείας των σημερινών πολιτών που δυστυχώς οδηγεί σε σοβαρή υποβάθμισης της ποιότητας ζωής όλων μας.
Και αλήθεια από που ξεκινάει όλη αυτή η κατάσταση; Μήπως ξεκινάει από το γεγονός πως τα παιδιά πιέζονται πολύ στην Πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση και παύουν να ενδιαφέρονται για τη μάθηση, ή μήπως τα παιδιά ζορίζονται για να μπουν σε μία σχολή διαβάζοντας ατελείωτες ώρες καθιστώντας τη μάθηση τελικά βαρετή και μη ελκυστική; Ή μήπως κουράζονται από το δημοτικό όπου οι δάσκαλοί τους; Τελικά μήπως ο κυρίως κορμός του προβλήματος αυτού ξεκινάει από τη νηπιακή μας ηλικία στη διάρκεια της οποίας υποτίθεται πως παίζουμε πολλά παιχνίδια.
Αυτό που μπορώ σίγουρα να διαπιστώσω απο την εμπειρία μου είναι η τάση που έχουμε τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί να γίνει ένα παιδί κάτι που δε θέλει, να σπουδάσει σε μία σχολή που δεν επιθυμει, να μάθει ένα μάθημα το οποίο δεν του κινεί καθόλου το ενδιαφέρον αλλά και να πρέπει ως μωρό, ώς μαθητής αλλά και ως ενήλικος αργότερα ν’ασχοληθεί με πράγματα που είτε του είναι αδιάφορα, είτε του έχουν δοθεί με τρόπο τέτοιο που τα έχει καταστήσει αδιάφορα ακόμα και αν πιθανόν θα μπορούσαν να τον ενδιαφέρουν.
Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, δηλαδή αυτή στην οποία ένα παιδί αναγκάζεται να έρθει σε επαφή με διάφορες δραστηριότητες που του είναι αδιάφορες ή και κουραστικές, έχω να πω πως τη συναντάω πολύ συχνά και καθημερινά. Πόσες φορές δε βλέπω παιδιά δημοτικού αλλά και εφήβους που τους βλέπω μονίμως κουρασμένους, μ’ένα βλέμμα βαριεστημένο και συνήθως κολλημένο σε μία οθόνη απο την οποία αντλούν λίγη ικανοποίηση της παιδικής τους ηλικίας. Και όταν τους ρωτάω τι έχουν, ή με τί ασχολούνται κάποιες φορές μπορεί να μη μου δώσουν και πολλή σημασία ενώ κάποιες άλλες μου απαντούν κάπως βιαστικά πως πριν λίγο ήταν σε κάποιο άθλημα όπου πήγαν αμέσως μετά το σχολείο τους, ενώ μετά το φροντιστήριο θα πάνε σε κάποια ξένη γλώσσα και στη συνέχεια στην καλύτερη των περιπτώσεων θα καταλήξουν σπίτι τους όπου θα πρέπει να ολοκληρώσουν και το διάβασμα της επόμενης ημέρας. Αυτό δε το σενάριο είναι καθημερινό και συνεχές. Θυμίζει δε και το μύθο του Σισύφου ο οποίος ήταν αναγκασμένος καθημερινά να κάνει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Στο σημείο αυτό βέβαιανα τονίσουμε πως συνεργοί ήμαστε και όλοι εμείς που επιτρέπουμε στο παιδί μας να έχει ασχολίες που είτε του είναι αδιάφορες είτε του προσφέρουν πολύ χαμηλής ποιότητας μαθησιακές υπηρεσίες. Και μάλιστα να τονίσω πως μέσα απο όλα αυτά κινδυνεύουμε να χάσουμε και τα όποια πραγματικά ενδιαφέροντα μπορεί να έχει το παιδί μας καθώς μέσα στο καθημερινό τρέξιμο δεν υπάρχει η διάθεση για απόλαυση και ουσιαστική ενασχόληση. Θα ήθελα να προτρέψω όλους μας να προσπαθήσουμε ν’αφουγκραστούμε τις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες του παιδιού μας και να εστιάσουμε σε αυτές χωρίς υπερβολές. Η ποιότητα σε τελική ανάλυση όντως δεν βρίσκεται στην ποσότητα.
Τώρα έρχομαι στο δεύτερο παράγοντα που αφορά την ίδια τη διαδικασία της μάθησης και μας αφορά όλους μας. Ένα παιδί λοιπόν που δεν επιθυμεί να μάθει δε συμβαίνει απαραίτητα επειδή δεν το ενδιαφέρει το αντικείμενο αλλά πιθανόν το μάθημα δεν του δίνεται με τρόπο εύληπτο, κατανοητό και κυρίως βασισμένο στην ηλικία του. Θα πάρω ένα παράδειγμα από την πολύ μικρή ηλικία των 3, των 4 ή και 5 ετών. Πόσοι από εμάς δεν προσπαθούμε να μάθουμε στα μικρά παιδάκια τα γράμματα, τους αριθμούς και πολλά άλλα με το να τα βάζουμε να μας κοιτάνε να τα γράφουμε εμείς ή να τους λέμε διάφορους απλούς κανόνες για να μάθουν αυτό που εμείς επιθυμούμε. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι ότι το παιδί μας δεν επιθυμεί τη μάθηση, απλώς την επιθυμεί με διαφορετικό τρόπο. Ένα παιδί για παράδειγμα 3 ετών έχει ανάγκη να παίξει, να εκφράσει τον εαυτό του μέσα από τέτοιου είδους διαδικασίες και να μάθει μέσα από την εμπειρία. Για παράδειγμα αντί να του μάθουμε να μετράει ώς το 10 θα μπορούσαμε να παίζουμε ένα παιχνίδι με αυτοκινητάκια και να μετράμε καθώς του τα δίνουμε, βάζοντάς το να τα πιάνει με τα χέρια του, να του δώσουμε να δοκιμάσει διάφορα τρόφιμα για να μάθει τις 4 βασικές γεύσεις (αρμυρό, ξινό, γλυκό και πικρό) ή ακόμα και να μυρίζει αρώματα και υλικά. Όταν λοιπόν ένα παιδί αρνείται να μάθει, είναι σημαντικό να κοιτάξουμε και μέσα μας προκειμένου να διαπιστώσουμε τι δεν κάνουμε καλά. Και το λέω αυτό συνεχώς καθώς η πρώτη μας κίνηση μόλις ένα παιδί αρνείται να μάθει είναι να δούμε τι φταίει στο παιδί αντί να κοιτάξουμε τις προσωπικές μας ελλείψεις, οι οποίες φυσικά και διορθώνονται αν και εμείς το επιθυμούμε.
Τρείς πολύ ενδιαφέρουσες αρχές της εκπαίδευσης είναι η ατομικότητα, η περιέργεια και η δημιουργικότητα, και δυστυχώς έχουμε κατορθώσει στη σύγχρονη εποχή να καταλύσουμε και τις τρείς. Ας δούμε αναλυτικότερα με ποιόν τρόπο αγνοούμε κάθε μία απο τις αρχές αυτές μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Όσον αφορά την ατομικότητα, εννοώ πως κάθε παιδί και κατ΄ επέκταση και κάθε μαθητής έχει μία μοναδική προσωπικότητα, τα δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά, τις δικές του ανάγκες και φυσικά τον δικό του τρόπο για να μάθει με τον καλύτερο τρόπο. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως η διδασκαλία θα πρέπει να γίνεται μονάχα με τη μορφή του ιδιαίτερου μαθήματος προκειμένου να απομονωθούν οι μαθητές. Το μάθημα μέσα σε τάξεις με πολλά παιδιά είναι κάτι το επιθυμητό και δε θέλουμε να το αλλάξουμε. Αυτό που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όσον αφορά την αξία της ατομικότητας του κάθε παιδιού κυρίως αναφέρεται στην αντιμετώπιση των μαθητών απο τον κάθε εκπαιδευτικό. Δηλαδή ο καθηγητής θα πρέπει να έχει απο κάθε μαθητή διαφορετικές απαιτήσεις και αξιώσεις, να σέβεται την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του καθώς και να ζητά διαφορετικά πράγματα πάνω στο μάθημα. Επίσης η βαθμολογία θα πρέπει να αλλάξει εντελώς ώς προς τον τρόπο που γίνεται. Πριν αναφερθώ σε αυτό αναλυτικότερα θα δώσω την εξής εικόνα όσον αφορά την σύγκριση που συνιθίζει να κάνει ένας άνθρωπος με έναν άλλο σχετικά με την εμφάνισή του ή με με κάποια άλλα χαρακτηριστικά. Πόσες φορές δε λέμε στα παιδιά μας γιατί δεν είσαι τόσο καλός στο μπάσκετ όσο ο φίλος του ή γιατί δε μπορείς να γράψεις μαθηματικά σαν τον τάδε. Ενώ το σωστό είναι να συγκρίνουμε το παιδί μας μόνο με τον ίδιο του τον εαυτό λέγοντάς του πως φέτος για παράδειγμα έγραψες καλύτερα απο πέρυσι. Συνεπώς και η βαθμολογία και για παράδειγμα το 20 δε θα πρέπει να μπαίνει συγκρίνοντας τον ένα μαθητή με τον άλλο λέγοντας πως μόνο 2 παιδιά που κατάφεραν να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις πήραν 20 ενώ πολλοί άλλοι έπεσαν απο τη βάση, τη στιγμή που είναι πιθανόν κάποιοι μαθητές προκειμένου ν’απαντήσουν τις μισές απο τις ερωτήσεις να έχουν κατα κάποιο τρόπο ξεπεράσει τον εαυτό τους γεγονός που σημαίνει πως πιθανό αξίξουν 17, 18 ή & 20 ακόμα και ας έχουν απαντήσει στο μισό διαγώνισμα. Αυτό το ονομάζω σχετικιστική βαθμολογία και θα ήθελα να το αναπτύξω καλύτερα σε ένα μελλοντικό μου άρθρο.
Η δεύτερη αρχή που θα αναπτύξω είναι η περιέργεια. Κάθε παιδί αν του δώσεις ένα κλειστό κουτί το πιο πιθανό είναι να προσπαθήσει να το ανοίξει για να δει τι περιέχει, αν του δώσεις ένα πιάτο με διάφορες γεύσεις θα μπει στον πειρασμό να βάλει στο στόμα του λίγο απο την κάθε μία προκειμένου ν’αποφασίσει αν του αρέσει ή όχι. Συνεπώς και χωρίς να αναφέρω επιπλέον παραδείγματα, θα πω ότι η περιέργεια σε κάθε άνθρωπο αποτελεί βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς του και είναι ένα χαρακτηριστικό που προκύπτει με φυσικό τρόπο. Κι όμως η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται με τέτοιες μεθόδους που ουσιαστικά καταφέρνουν το πραγματικά ακατόρθωτο: να εξαφανίσει εντελώς την περιέργεια των παιδιών και να θεωρούν το σχολείο τους μία καθημερινή αγγαρεία! Πραγματικά είναι ένα αξιοθαύμαστο μή θεμιτό κατόρθωμα της σύγχρονης εποχής στον τόσο ευαίσθητο τομέα της εκπαίδευσης. Φυσικά και εδώ το θέμα δεν είναι απλώς να διαπιστώνουμε μία κατάσταση αλλά να μπορέσουμε να την αντιστρέψουμε. Θεωρώ πως για να μπορέσουν τα παιδιά μας να καλλιεργήσουν και ν’αναπτύξουν την περιέργειά τους, είναι καλό από τη δική μας πλευρά να ιεραρχήσουμε ως γονείς και ως εκπαιδευτικοί τη σημασία που έχουν οι ο,ποιες δραστηριότητες τα ωθούμε ν’ασχοληθούν. Με τον τρόπο αυτό ένα παιδί αλλά και ένας εκπαιδευτικός θα μπορέσει ν’αφιερώσει τον κατάλληλο χρόνο στο μάθημα ή στην δραστηριότητά του ώστε και το παιδί να μπει με ήρεμο ρυθμό στη διαδικασία της εκπαίδευσης γεγονός που θα του δώσες τη δυνατότητα να σκεφτεί, να θέσει ερωτήματα αλλά και να ψάξει μόνο του κάθε πτυχή του μαθήματος που του αρέσει.
Τέλος θέλω ν’αναφέρω την αξία της δημιουργικότητας για τη διαδικασία της μάθησης. Ξεκινώντας να γράφω αυτή την τελευταία παράγραφο το πρώτο πράγμα που μου έρχεται να κάνω προτού καν ξεκινήσω να πω το οτιδήποτε είναι να κουνήσω αρκετές το κεφάλι μου μπρος πισω αρκετές φορές ορμώμενος από τη σημερινή εικόνα της εκπαίδευσης. Δε μπορώ να καταλάβω πολλές φορές με ποιόν τρόπο ένα παιδί θα βγάλει τη δημιουργικότητά του σ’ένα μάθημα που γίνεται με απώτερο σκοπό να γράψει καλά στις τελικές εξετάσεις. Δημιουργικότητα προυποθέτει την κατάθεση ψυχής από την πλευρά αυτού που δημιουργεί αλλά θα πάω ένα βήμα παρακάτω λέγοντας πως δημιουργικότητα προυποθέτει και την κατάθεση ψυχής και από την πλευρά αυτού που διδάσκει και μεταλαμπαδεύει τη γνώση του. Και εδώ είναι το σημείο στο οποίο θα σταθώ στο τέλος αυτού του άρθρου και έχει να κάνει με εμάς τους εκπαιδευτικούς. Ο μαθητής προτού κάνει οτιδήποτε παρατηρεί. Βλέποντας έναν καθηγητή δίπλα του να δημιουργεί ο ίδιος και να δείχνει διάθεση και πάθος με το οτιδήποτε κάνει τον ενεργοποιεί να μιμηθεί και εκείνος το ίδιο και να δημιουργήει και αυτός με τη σειρά του κάτι αντίστοιχο.
Όλοι οι μαθητές είτε με μαθησιακές δυσκολίες είτε χωρίς να έχουν κάποια, είναι έτοιμοι να μάθουν, αρκεί να σεβαστούμε την προσωπικότητά τους με τα όποια πλεονεκτήματα και μειόνεκτήματά της (ατομικότητα), αρκεί να βάλουμε τις σωστές προτεραιότες προκειμένου να δώσουμε στο παιδί το χώρο και χρόνο που χρειάζεται για ν’αναπτύξει την περιέργειά του, και τέλος ν’αποτελέσουμε οι ίδιοι το κατάλληλο πρότυπο γι’αυτά προκειμένου να έχουν κάποιον για να μιμηθούν και κάποιον που θα τα ωθήσει στη δημιουργία. Με τον τρόπο αυτό επιστρέφουμε τη διαδικασία της μάθησης σε δρόμους ασφαλείς και ωφέλιμους για τον κόσμο του αύριο.
Συγγραφή άρθρου, Γιώργος Μαθιουδάκης
Καθηγητής Φυσικής Εταιρείας Θεραπείας & Μάθησης Ανάδραση